-
1 συν-εκ-βιβάζω
συν-εκ-βιβάζω, mit oder zugleich herausbringen, -führen, τὰς ἁμάξας ἐκ πηλοῦ Xen. An. 1, 5, 7.
-
2 συνεκβιβαζω
1 συν-εκ-βιβάζω
συν-εκ-βιβάζω, mit oder zugleich herausbringen, -führen, τὰς ἁμάξας ἐκ πηλοῦ Xen. An. 1, 5, 7.
2 συνεκβιβαζω